Άγγιξε ο Μορφέας την κούνια του σύμπαντος
και οι άγγελοι κλείσαν τα φτερά τους
φίλησε γλυκά το μάγουλο του βρέφους
στην αγκαλιά της σιωπής
και τα σπουργίτια δίχως πίκρα
στο πρόσωπο θυμήθηκαν
μπήκε σε περβάζι η μανόλια και ονειρεύτηκε
τη θάλασσα
βούτηξε ένα αστέρι στο νεφέλωμα του Ωρίωνα
γιατί ήθελε να ανήκει εκεί
και εσύ πήρες του γιασεμιού την όψη.
Oι σημύδες άνθισαν μες στην αθωότητα
και νιόβγαλτα σημάδια
στο θέρος του ψύχους
φανέρωσαν τον ερχομό της άνοιξης
και συ πριν ακόμα ωριμάσει
το φρούτο το ντροπαλό
τραβάς στο σκοτάδι του Άδη
χωρίς πανοπλία
πολεμιστές σπαρτοί
μυριάδες κομμάτια του ίδιου εαυτού σου
στη μάχη που δεν έχει τη Νίκη προστάτιδα
Ο Φανοστάτης του κόσμου
έχασε την ισορροπία του
και τα τέρατα φανερώθηκαν
μα συ τώρα υψώνεσαι
πορφυρογέννητος
με πυρσούς που αναδύονται
από μήτρα χιλιόχαρη
Το αθάνατο φως
εξάγνισε της ψυχής σου τον ερχομό
φωτοδότη πολύσχημε
παράλληλε συνταξιδιώτη.
Αρχέγονα φωτόνια
πλημμύρισαν
τον έναστρο ουρανό
με συγκλονίζουν
φωτοτυπώ διαφάνειες
με ουράνιες αναμνήσεις.
Aιώνιος ήλιος
στα παγωμένα σου χείλη
ξεψύχησε
και αφάνισε την κοσμική αφέλεια
από το μέτωπο σου.
Το κεχριμπάρι του ήλιου
πλημμύρισε τους στείρους βράχους
και η ψυχή ταξίδεψε σε μέρη μακρινά
διψούσε μα δε θέλησε να πιει νερό
ο αναβάτης ξεπέζεψε για μια στιγμή
να αφουγκραστεί την Ηχώ της νοσταλγίας
μαρμαρυγή από κρύσταλλο και ήλεκτρο
και το χαμένο κομμάτι τ'ονείρου
τον κάλεσε να ξαποστάσει
σε αμμουδιά που άστραφτε
απ΄τα πούπουλα των αγγέλων
και στάχυα με ολόχρυσα κεφάλια
που σκύβαν ευλαβικά
να προσκυνήσουν τους ναούς τ'ουρανού.
Μπρος στον ανοιχτό ορίζοντα
μουλιάζουν τα φύκια της Μνημοσύνης
κι η αρμονική των αφανών αστέρων
ξεχύνεται στον άπειρο αιθέρα.
Αέναος κύκλος
κίνηση ατελής στο δρόμο του γυρισμού
Το φεγγάρι ξέβαψε χρώματα
την ώρα του φθινόπωρου
Κάποιος γλάρος άνοιξε τα φτερά του
με προορισμό τον ορίζοντα
κι κόρη του Μίνωα
ξετύλιξε το μύθο της περιπλάνησης της.