Το κεχριμπάρι του ήλιου
πλημμύρισε τους στείρους βράχους
και η ψυχή ταξίδεψε σε μέρη μακρινά
διψούσε μα δε θέλησε να πιει νερό
ο αναβάτης ξεπέζεψε για μια στιγμή
να αφουγκραστεί την Ηχώ της νοσταλγίας
μαρμαρυγή από κρύσταλλο και ήλεκτρο
και το χαμένο κομμάτι τ'ονείρου
τον κάλεσε να ξαποστάσει
σε αμμουδιά που άστραφτε
απ΄τα πούπουλα των αγγέλων
και στάχυα με ολόχρυσα κεφάλια
που σκύβαν ευλαβικά
να προσκυνήσουν τους ναούς τ'ουρανού.